- πλαγκτός
- -ή, -ό / πλαγκτός, -ή, -όν, ΝΑ, πλακτός, -ή, -όν, θηλ. και -ός Ανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόνβιολ. βλ. πλαγκτόναρχ.1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ' ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ δυσχίμων ἀΐσσω», Ευρ.)3. μτφ. (για πρόσ.) παράφρων4. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Πλαγκταί(ενν. πέτραι) βράχοι που βρίσκονταν κοντά στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη και οι οποίοι συχνά συγχέονταν με τις Συμπληγάδες ή τις Κυάνεες πέτρες τού Βοσπόρου ή ακόμη και με τις ηφαιστειώδεις νήσους Λιπάραι5. φρ. α) «πλαγκτὸν ὕδωρ» — το παλιρροϊκό ρεύμα τού Ευρίπουβ) «πλαγκτὴ ὁδὸς» — οδός που παρεκκλίνει από την ορθή, παραστράτιγ) «πλαγκτὰ ἄστρα» — οι πλανήτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- τού πλάζω* + κατάλ. -τος τών ρημ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.